σχίζοντας

σχίζοντας
σχίζω
split
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανασχίζω — ἀνασχίζω (AM) (μσν. και ἀνασκίζω) σχίζοντας ανοίγω, σχίζω μσν. διασχίζω, περνώ αρχ. γδέρνω …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • πατσαβουριάζω — [πατσαβούρα] μεταβάλλω κάτι σε πατσαβούρα, κουρελιάζω, καταστρέφω, αχρηστεύω κάτι σχίζοντας και λερώνοντάς το …   Dictionary of Greek

  • περισχίζω — Α 1. σχίζω ολόγυρα, ξεσκίζω 2. σπάζω και ανοίγω, διαρρηγνύω 3. τεμαχίζω, κάνω κομμάτια 4. απομακρύνω τον νου, διασπώ την προσοχή 5. απογυμνώνω κάποιον από όλα τα ρούχα 6. αποσπώ τραβώντας ή σχίζοντας 7. μέσ. περισχίζομαι α) (για ποταμό) χωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • Αρδένες — (Ardennes).Ορεινή περιοχή (περ. 10.000 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ευρώπης, η οποία εκτείνεται κατά ένα μέρος στο έδαφος του ομώνυμου γαλλικού νομού (5.230 τ. χλμ. 290.100 κάτ. το 1999), αλλά κατά το μεγαλύτερο τμήμα της στο νοτιοανατολικό Βέλγιο… …   Dictionary of Greek

  • Σασέ — (Chassey). Τοποθεσία της Γαλλίας, στο νομό Σων ε Λουάρ (Καν ντε Σασέ), όπου ανακαλύφτηκαν λείψανα ενός μεγάλου οικισμού της Νεολιθικής εποχής, η οποία έδωσε το όνομά της σ’ ένα προϊστορικό πολιτισμό (πολιτισμός του Σασέ). Διαδοχικές ανασκαφές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”